«Ήταν απόγευμα. Κι όπως κάθε απόγευμα, καθόταν στο μικρό κηπάκο της, πίνοντας τον ελαφρύ γλυκό ελληνικό καφέ της. Μια στις τόσες έβγαζε φωνή καμιά γειτόνισσα: «Κυρα-Σοφία! Ε, κυρα-Σοφία, έλα να πιούμε ένα καφέ να περάσει η ώρα». Τότες ετοιμαζότανε και πήγαινε επίσκεψη στη γειτόνισσα, πότε κρατώντας ένα βαζάκι γλυκό κυδώνι που ‘χε φτιάξει μονάχη της, πότε ένα κουτί βουτήματα να τα δοκιμάσουν με τον καφέ.»